μύρωμα

μύρωμα
το (ΑΜ μύρωμα) [μυρώνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυρώνω, η επάλειψη με μύρο
(νεοελλ.-μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση τού μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια τού ευχελαίου ή άλλων τελετών
αρχ.
το υγρό που χρησιμοποιείται στη διαδικασία τού μυρώματος, το μύρο, το χρίσμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μύρωμα — ointment spread for use neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρωμα — το η επάλειψη του μωρού που βαφτίζεται με μύρο ή γενικά των χριστιανών σε μεγάλες γιορτές (Μ. Τετάρτη κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυρώμασι — μύρωμα ointment spread for use neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρώμασιν — μύρωμα ointment spread for use neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρώματα — μύρωμα ointment spread for use neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρωσις — μύρωσις, ἡ (Α) [μυρώ] η επάλειψη με μύρο, το μύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”