- μύρωμα
- το (ΑΜ μύρωμα) [μυρώνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυρώνω, η επάλειψη με μύρο(νεοελλ.-μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση τού μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια τού ευχελαίου ή άλλων τελετώναρχ.το υγρό που χρησιμοποιείται στη διαδικασία τού μυρώματος, το μύρο, το χρίσμα.
Dictionary of Greek. 2013.